- αὐτόκρατος
- αὐτόκρατοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐτόκρατον — αὐτόκρατος masc/fem acc sg αὐτόκρατος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκράτους — αὐτόκρατος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)